- υψοταπείνωμα
- -ώματος, τὸ, Αοι αλλαγές τής τύχης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψος + ταπείνωμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑψοταπεινώμασι — ὑψοταπείνωμα variation of fortune neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψοταπεινώματι — ὑψοταπείνωμα variation of fortune neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)